multifactoriel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | multifactoriel | multifactoriels |
θηλυκό | multifactorielle | multifactorielles |
Επίθετο[επεξεργασία]
multifactoriel (fr)
- που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες
- il y a des causes multifactorielles - υπάρχουν αίτια που εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες