néogothique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.ɔ.ɡɔ.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
néogothique | néogothiques |
néogothique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
néogothique | néogothiques |
néogothique (fr) αρσενικό ή θηλυκό