névrose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
névrose névroses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

névrose (fr) θηλυκό