n-word
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
n-word | n-words |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
n-word (en)
- (ευφημισμός, ανεπίσημο) άλλη μορφή του nigger, που αναφερόταν στην εξαιρετικά προσβλητική λέξη «nigger» για να αποφύγει να την πει