naissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- naissant < naître
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | naissant | naissants |
θηλυκό | naissante | naissantes |
naissant (fr)
- (στη λογοτεχνία) εκκολαπτόμενος, που γεννιέται, που αρχίζει να μεγαλώνει
- un amour naissant - εκκολαπτόμενος έρωτας/αγάπη
- une amitié naissante - εκκολαπτόμενη φιλία
- un jour naissant - το ξημέρωμα
- (εραλδική) → δείτε τη λέξη issant
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη naître