nettoiement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nettoiement | nettoiements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nettoiement (fr) αρσενικό
- το καθάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
nettoiement | nettoiements |
nettoiement (fr) αρσενικό