network

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

network < net + work

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nɛtwɜːk/ & /nɛtwɝk/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

network (en)

  1. το δίκτυο
  2. (πληροφορική) δίκτυο υπολογιστών
    The copy machine is connected to the network so it can now serve as a printer.
    Το φωτοτυπικό μηχάνημα είναι συνδεδεμένο στο δίκτυο οπότε μπορεί πλέον να λειτουργήσει ως εκτυπωτής.

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

network (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]