work

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /wɜːk/ (ΗΒ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
work works

work (en)

  1. (μη μετρήσιμο, χωρίς the) η δουλειά, η εργασία που κάνει ένα άτομο ειδικά για να κερδίσει χρήματα
    I have steady work./My work is steady.
    Έχω τακτική δουλειά.
    I am out of work.
    Δεν έχω δουλειά.
    I am looking for work.
    Ζητώ/ψάχνω για δουλειά.
    What do you do for work?
    Τι εργασία κάνετε;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
  2. (μη μετρήσιμο, χωρίς the) η δουλειά, το μέρος όπου κάνω τη δουλειά μου ή ο χρόνος που περνάω εκεί
    What time do you go to work?
    Τι ώρα πας για/στη δουλειά;
    on my way to work - πηγαίνοντας στη δουλειά μου
    My husband is at work.
    Ο άντρας μου είναι στη δουλειά του.
  3. (μη μετρήσιμο) η δουλειά, η εργασία, τα καθήκοντα που έχω και τις δραστηριότητες που κάνω ως μέρος της δουλειάς μου
    I hear you’ve change jobs — is the work easier at the new place?
    Μαθαίνω άλλαξες δουλειά — είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;
    I am in Rome for work.
    Είμαι στη Ρώμη για δουλειές.
    office/clerical work - εργασία γραφείου
  4. (μη μετρήσιμο) η δουλειά, οι δουλειές που πρέπει να γίνουν
    I’ve got a lot of work (to do) today.
    Έχω πολλή δουλειά σήμερα.
    I find housekeeping to be boring work.
    Το νοικοκυριό μου φαίνεται πληκτική δουλειά.
    It’s ten minutes’ work for me.
    Για μένα είναι δουλειά 10 λεπτών.
    He is doing the work of three men.
    Κάνει τη δουλειά τριών ανθρώπων.
  5. (μη μετρήσιμο) η δουλειά, τα υλικά που χρειάζονται ή χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση της δουλειάς, ειδικά βιβλία, χαρτιά κτλ.
    Take your work and come out on the veranda.
    Πάρε τη δουλειά σου κι έλα έξω στη βεράντα.
    work clothes - ρούχα της δουλειάς
  6. (μη μετρήσιμο) η δουλειά, η χρήση της σωματικής δύναμης ή της πνευματικής δύναμης για να γίνει κάτι
    I am succeeding by hard work.
    Πετυχαίνω με τη δουλειά μου.
    He set/got to work to finish it.
    Στρώθηκε στη δουλειά να το τελειώσει.
    It’s hard work, but if you hold on long enough, you’ll succeed.
    Είναι δύσκολη δουλειά, αλλά αν επιμείνεις αρκετά, θα πετύχεις.
  7. (μη μετρήσιμο) η δουλειά, το έργο, ένα πράγμα ή πράγματα που παράγονται ως αποτέλεσμα εργασίας
    The new FIAT is a fine piece of work.
    Το νέο FIAT είναι ωραία δουλειά.
    What a fine piece of work!
    Τι ωραίο έργο!
    someone’s lifework - το έργο ολόκληρης ζωής
  8. (μετρήσιμο) το έργο, ένα βιβλίο, μουσικό κομμάτι, ζωγραφική κτλ. που παράγεται
    the works of God/man - τα έργα του Θεού/των ανρθώπων
    It is one of his best works.
    Είναι ένα από τα καλύτερα του έργα.
  9. (μη μετρήσιμο) το έργο, το αποτέλεσμα μιας πράξης· τι γίνεται από κάποιον
    This mess is the work of the children.
    Αυτό το μπέρδεμα είναι έργο των παιδιών.
  10. (φυσική) το έργο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας work
γ΄ ενικό ενεστώτα works
αόριστος worked
παθητική μετοχή worked
ενεργητική μετοχή working
Και wrought: σπάνια εναλλακτική
μορφή του worked

work (en)

  1. εργάζομαι, δουλεύω
    My sister works at the post office.
    Η αδελφή μου εργάζεται στο ταχυδρομείο.
    I can’t work (together) with him.
    Δεν μπορώ να συνεργαστώ μαζί του.
    Many scientists will work together on that project.
    Πολλοί επιστήμονες θα συνεργαστούν σ' αυτό το πρόγραμμα.
    Don’t work too hard!
    Μην κοπιάζεις τόσο!
  2. (μεταβατικό) γυμνάζω
    It works your ab muscles.
    Γυμνάζει τους κοιλιακούς μύες σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]