work
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
work | works |
work (en)
- (μη μετρήσιμο, χωρίς the) η δουλειά, η εργασία που κάνει ένα άτομο ειδικά για να κερδίσει χρήματα
- ↪ I have steady work./My work is steady.
- Έχω τακτική δουλειά.
- ↪ I am out of work.
- Δεν έχω δουλειά.
- ↪ I am looking for work.
- Ζητώ/ψάχνω για δουλειά.
- ↪ What do you do for work?
- Τι εργασία κάνετε;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
- ↪ I have steady work./My work is steady.
- (μη μετρήσιμο, χωρίς the) η δουλειά, το μέρος όπου κάνω τη δουλειά μου ή ο χρόνος που περνάω εκεί
- ↪ What time do you go to work?
- Τι ώρα πας για/στη δουλειά;
- ↪ on my way to work - πηγαίνοντας στη δουλειά μου
- ↪ My husband is at work.
- Ο άντρας μου είναι στη δουλειά του.
- ↪ What time do you go to work?
- (μη μετρήσιμο) η δουλειά, η εργασία, τα καθήκοντα που έχω και τις δραστηριότητες που κάνω ως μέρος της δουλειάς μου
- ↪ I hear you’ve change jobs — is the work easier at the new place?
- Μαθαίνω άλλαξες δουλειά — είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;
- ↪ I am in Rome for work.
- Είμαι στη Ρώμη για δουλειές.
- ↪ office/clerical work - εργασία γραφείου
- ↪ I hear you’ve change jobs — is the work easier at the new place?
- (μη μετρήσιμο) η δουλειά, οι δουλειές που πρέπει να γίνουν
- ↪ I’ve got a lot of work (to do) today.
- Έχω πολλή δουλειά σήμερα.
- ↪ I find housekeeping to be boring work.
- Το νοικοκυριό μου φαίνεται πληκτική δουλειά.
- ↪ It’s ten minutes’ work for me.
- Για μένα είναι δουλειά 10 λεπτών.
- ↪ He is doing the work of three men.
- Κάνει τη δουλειά τριών ανθρώπων.
- ↪ I’ve got a lot of work (to do) today.
- (μη μετρήσιμο) η δουλειά, τα υλικά που χρειάζονται ή χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση της δουλειάς, ειδικά βιβλία, χαρτιά κτλ.
- ↪ Take your work and come out on the veranda.
- Πάρε τη δουλειά σου κι έλα έξω στη βεράντα.
- ↪ work clothes - ρούχα της δουλειάς
- ↪ Take your work and come out on the veranda.
- (μη μετρήσιμο) η δουλειά, η χρήση της σωματικής δύναμης ή της πνευματικής δύναμης για να γίνει κάτι
- ↪ I am succeeding by hard work.
- Πετυχαίνω με τη δουλειά μου.
- ↪ He set/got to work to finish it.
- Στρώθηκε στη δουλειά να το τελειώσει.
- ↪ It’s hard work, but if you hold on long enough, you’ll succeed.
- Είναι δύσκολη δουλειά, αλλά αν επιμείνεις αρκετά, θα πετύχεις.
- ↪ I am succeeding by hard work.
- (μη μετρήσιμο) η δουλειά, το έργο, ένα πράγμα ή πράγματα που παράγονται ως αποτέλεσμα εργασίας
- ↪ The new FIAT is a fine piece of work.
- Το νέο FIAT είναι ωραία δουλειά.
- ↪ What a fine piece of work!
- Τι ωραίο έργο!
- ↪ someone’s lifework - το έργο ολόκληρης ζωής
- ↪ The new FIAT is a fine piece of work.
- (μετρήσιμο) το έργο, ένα βιβλίο, μουσικό κομμάτι, ζωγραφική κτλ. που παράγεται
- ↪ the works of God/man - τα έργα του Θεού/των ανρθώπων
- ↪ It is one of his best works.
- Είναι ένα από τα καλύτερα του έργα.
- (μη μετρήσιμο) το έργο, το αποτέλεσμα μιας πράξης· τι γίνεται από κάποιον
- ↪ This mess is the work of the children.
- Αυτό το μπέρδεμα είναι έργο των παιδιών.
- ↪ This mess is the work of the children.
- (φυσική) το έργο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- work (physics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | work |
γ΄ ενικό ενεστώτα | works |
αόριστος | worked |
παθητική μετοχή | worked |
ενεργητική μετοχή | working |
Και wrought: σπάνια εναλλακτική μορφή του worked |
work (en)
- εργάζομαι, δουλεύω
- ↪ My sister works at the post office.
- Η αδελφή μου εργάζεται στο ταχυδρομείο.
- ↪ I can’t work (together) with him.
- Δεν μπορώ να συνεργαστώ μαζί του.
- ↪ Many scientists will work together on that project.
- Πολλοί επιστήμονες θα συνεργαστούν σ' αυτό το πρόγραμμα.
- ↪ Don’t work too hard!
- Μην κοπιάζεις τόσο!
- ↪ My sister works at the post office.
- (μεταβατικό) γυμνάζω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- work at: εργάζομαι στην (τάδε εταιρεία, μισθολογικά υπάγομαι στην)
- work for: εργάζομαι για την (τάδε εταιρεία, πιθανώς ως εξωτερικός συνεργάτης)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- work (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- work (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 246-247, 334, 465. ISBN 9780194325684., λήμμα: δουλειά, εργασία, έργο, κοπιάζω