neutral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈnuːtɹəl/ (αμερικανικό)
Επίθετο[επεξεργασία]
neutral (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
(πληροφορική):
- language-neutral : ανεξάρτητος γλώσσας (προγραμματισμού)
- platform-neutral : ανεξάρτητο πλατφόρμας (πχ λειτουργικού συστήματος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
neutral (en)
- (μη μετρήσιμο) το νεκρό σημείο, για τη θέση της ταχύτητας ενός οχήματος
- ↪ I am putting the gear in neutral.
- Βάζω την ταχύτητα στο νεκρό σημείο.
- ↪ I am putting the gear in neutral.
Πηγές[επεξεργασία]
- neutral (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- neutral (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 583. ISBN 9780194325684., λήμμα: νεκρός