neutral

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈnjuːtɹəl/
ΔΦΑ : /ˈnuːtɹəl/ (αμερικανικό)
 

Επίθετο[επεξεργασία]

neutral (en)

  1. ουδέτερος
  2. (πληροφορική) ανεξάρτητος
     συνώνυμα: independent

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

(πληροφορική):

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

neutral (en)

  • (μη μετρήσιμο) το νεκρό σημείο, για τη θέση της ταχύτητας ενός οχήματος
    I am putting the gear in neutral.
    Βάζω την ταχύτητα στο νεκρό σημείο.

Πηγές[επεξεργασία]