neuvaine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

neuvaine < neuf + -aine

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
neuvaine neuvaines

neuvaine (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) σειρά προσευχών που γίνονται επί εννιά μέρες
  2. (ανεπίσημο) εννέα συνεχόμενες ημέρες