newbie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
newbie | newbies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
newbie (en) (αργκό, ανεπίσημο)
ενικός | πληθυντικός |
newbie | newbies |
newbie (en) (αργκό, ανεπίσημο)