northerner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
northerner northerners

Ετυμολογία [επεξεργασία]

northerner < northern + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

northerner (en)

  • ο βόρειος, κάτοικος του βορρά, των βόρειων περιοχών
    Northerners have a different mentality than southerners.
    Οι βόρειοι έχουν διαφορετική νοοτροπία από τους νότιους.

Πηγές[επεξεργασία]