now that

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

now that < → δείτε τις λέξεις now και that

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

now that (en)

  • τώρα που ...
    Now that our work has grown, ...
    Τώρα που μεγάλωσαν οι δουλειές μας, ...
    It has been two years now that he has not been working.
    Είναι δύο χρόνια τώρα που δε δουλεύει.