obligataire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

obligataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ομολογιούχος

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
obligataire obligataires

obligataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με τα ομόλογα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη obliger