obscurcissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
obscurcissement | obscurcissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
obscurcissement (fr) αρσενικό
- το σκοτείνιασμα, η συσκότιση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη obscur