on site
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
on site (en)
- (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
- ↪ The central facilities will be supplied by energy that will be produced on site.
- Οι κεντρικές εγκαταστάσεις θα τροφοδοτούνται από ενέργεια που θα παράγεται επί τόπου.
- ≈ συνώνυμα: on the spot, on the premises, on location
- ↪ The central facilities will be supplied by energy that will be produced on site.