ondinisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ondinisme | ondinismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ondinisme (fr) αρσενικό
- σεξουαλική έλξη προς τα ούρα
ενικός | πληθυντικός |
ondinisme | ondinismes |
ondinisme (fr) αρσενικό