orfèvrerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

orfèvrerie < orfèvre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
orfèvrerie orfèvreries

orfèvrerie (fr) θηλυκό

  1. η χρυσοχοΐα
  2. τα χρυσαφικά

Συγγενικά[επεξεργασία]