ostéologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ostéologie | ostéologies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ostéologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ostéologie | ostéologies |
ostéologie (fr) θηλυκό