ostéome

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ostéome ostéomes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ostéome (fr) αρσενικό