pécuniaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pécuniaire | pécuniaires |
pécuniaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει σχέση με το χρήμα
ενικός | πληθυντικός |
pécuniaire | pécuniaires |
pécuniaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό