péjoration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
péjoration | péjorations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]péjoration (fr) θηλυκό
- η προσθήκη μιας καταφρονητικής έννοιας σε κάτι
ενικός | πληθυντικός |
péjoration | péjorations |
péjoration (fr) θηλυκό