pêché

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: péché

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

pêché (fr) αρσενικό