pêcher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: pécher

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pêcher < peskier < pêche

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pêcher pêchers

pêcher (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]


Ρήμα[επεξεργασία]

pêcher (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη  pêche