αλιεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλιεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁλιεύω < αρχαία ελληνική ἁλιεύομαι [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.liˈe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λι‐εύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]αλιεύω
- (επίσημο) ψαρεύω
- αλιεύω ψήφους: συγκεντρώνω ψήφους
- αλιεύω μαργαριτάρια > ανακαλύπτω σοβαρά εκφραστικά λάθη λόγου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλιεύω | αλίευα | θα αλιεύω | να αλιεύω | αλιεύοντας | |
β' ενικ. | αλιεύεις | αλίευες | θα αλιεύεις | να αλιεύεις | αλίευε | |
γ' ενικ. | αλιεύει | αλίευε | θα αλιεύει | να αλιεύει | ||
α' πληθ. | αλιεύουμε | αλιεύαμε | θα αλιεύουμε | να αλιεύουμε | ||
β' πληθ. | αλιεύετε | αλιεύατε | θα αλιεύετε | να αλιεύετε | αλιεύετε | |
γ' πληθ. | αλιεύουν(ε) | αλίευαν αλιεύαν(ε) |
θα αλιεύουν(ε) | να αλιεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλίευσα | θα αλιεύσω | να αλιεύσω | αλιεύσει | ||
β' ενικ. | αλίευσες | θα αλιεύσεις | να αλιεύσεις | αλίευσε | ||
γ' ενικ. | αλίευσε | θα αλιεύσει | να αλιεύσει | |||
α' πληθ. | αλιεύσαμε | θα αλιεύσουμε | να αλιεύσουμε | |||
β' πληθ. | αλιεύσατε | θα αλιεύσετε | να αλιεύσετε | αλιεύστε | ||
γ' πληθ. | αλίευσαν αλιεύσαν(ε) |
θα αλιεύσουν(ε) | να αλιεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλιεύσει | είχα αλιεύσει | θα έχω αλιεύσει | να έχω αλιεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλιεύσει | είχες αλιεύσει | θα έχεις αλιεύσει | να έχεις αλιεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλιεύσει | είχε αλιεύσει | θα έχει αλιεύσει | να έχει αλιεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλιεύσει | είχαμε αλιεύσει | θα έχουμε αλιεύσει | να έχουμε αλιεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλιεύσει | είχατε αλιεύσει | θα έχετε αλιεύσει | να έχετε αλιεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλιεύσει | είχαν αλιεύσει | θα έχουν αλιεύσει | να έχουν αλιεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλιεύομαι | αλιευόμουν(α) | θα αλιεύομαι | να αλιεύομαι | ||
β' ενικ. | αλιεύεσαι | αλιευόσουν(α) | θα αλιεύεσαι | να αλιεύεσαι | ||
γ' ενικ. | αλιεύεται | αλιευόταν(ε) | θα αλιεύεται | να αλιεύεται | ||
α' πληθ. | αλιευόμαστε | αλιευόμαστε αλιευόμασταν |
θα αλιευόμαστε | να αλιευόμαστε | ||
β' πληθ. | αλιεύεστε | αλιευόσαστε αλιευόσασταν |
θα αλιεύεστε | να αλιεύεστε | (αλιεύεστε) | |
γ' πληθ. | αλιεύονται | αλιεύονταν αλιευόντουσαν |
θα αλιεύονται | να αλιεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλιεύτηκα | θα αλιευτώ | να αλιευτώ | αλιευτεί | ||
β' ενικ. | αλιεύτηκες | θα αλιευτείς | να αλιευτείς | αλιεύσου | ||
γ' ενικ. | αλιεύτηκε | θα αλιευτεί | να αλιευτεί | |||
α' πληθ. | αλιευτήκαμε | θα αλιευτούμε | να αλιευτούμε | |||
β' πληθ. | αλιευτήκατε | θα αλιευτείτε | να αλιευτείτε | αλιευτείτε | ||
γ' πληθ. | αλιεύτηκαν αλιευτήκαν(ε) |
θα αλιευτούν(ε) | να αλιευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλιευτεί | είχα αλιευτεί | θα έχω αλιευτεί | να έχω αλιευτεί | αλιευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλιευτεί | είχες αλιευτεί | θα έχεις αλιευτεί | να έχεις αλιευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλιευτεί | είχε αλιευτεί | θα έχει αλιευτεί | να έχει αλιευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλιευτεί | είχαμε αλιευτεί | θα έχουμε αλιευτεί | να έχουμε αλιευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλιευτεί | είχατε αλιευτεί | θα έχετε αλιευτεί | να έχετε αλιευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλιευτεί | είχαν αλιευτεί | θα έχουν αλιευτεί | να έχουν αλιευτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλιεύω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αλιεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)