pagon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
pagon (eo)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
pagon (pl) < (άμεσο δάνειο) ρωσική погон
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pagon (pl) αρσενικό
- η επωμίδα