paléogéographique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

paléogéographique < paléogéographie

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
paléogéographique paléogéographiques

paléogéographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό