papelard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | papelard | papelards |
θηλυκό | papelarde | papelardes |
papelard (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | papelard | papelards |
θηλυκό | papelarde | papelardes |
papelard (fr)
- αυτός που υποκρίνεται τη θρησκοληψία