paralysie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʁa.li.zi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paralysie | paralysies |
paralysie (fr) θηλυκό
- η παράλυση
ενικός | πληθυντικός |
paralysie | paralysies |
paralysie (fr) θηλυκό