partialité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
partialité | partialités |
partialité (fr) θηλυκό
- η μεροληψία, η μονομέρεια
ενικός | πληθυντικός |
partialité | partialités |
partialité (fr) θηλυκό