pergélisol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pergélisol < per(manent) + géli- + sol
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pergélisol | pergélisols |
pergélisol (fr) αρσενικό
- (γεωγραφία) το πέρμαφροστ