pergola
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pergola | pergolas |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pergola (fr) θηλυκό
- η πέργκολα
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pergola (it) θηλυκό
- η πέργκολα
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pergola (pl) θηλυκό
- η πέργκολα
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pergola (cs) θηλυκό
- η πέργκολα
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (τσεχικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)