perpetrate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | perpetrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | perpetrates |
αόριστος | perpetrated |
παθητική μετοχή | perpetrated |
ενεργητική μετοχή | perpetrating |
Ρήμα[επεξεργασία]
perpetrate (en)