photogène
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
photogène | photogènes |
Επίθετο[επεξεργασία]
photogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
photogène | photogènes |
photogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό