piéfort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- piéfort < pied-fort
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
piéfort | piéforts |
piéfort (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
piéfort | piéforts |
piéfort (fr) αρσενικό