piercing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- piercing < pierce
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | piercing |
συγκριτικός | more piercing |
υπερθετικός | most piercing |
piercing (en)
- piercing cold, piercing scream
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
piercing | piercings |
piercing (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
piercing (en)