pioggia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pioggia < δημώδης λατινική *ploia < *plovia
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpjɔd.d͡ʒa/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pioggia (it) θηλυκό (πληθυντικός piogge)
- (μετεωρολογία) η βροχή
Πηγές[επεξεργασία]
- pioggia - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).