plaintiff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plaintiff | plaintiffs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plaintiff (en)
- (νομικός όρος) ο ενάγων, η ενάγουσα
- ↪ counsel for the plaintiff - συνήγορος του ενάγοντος
- ↪ The plaintiff eventually withdrew the charge.
- Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση.