plait

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pleɪt/ & /plæt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plait (en)

  1. κοτσίδα, πλεξούδα
  2. πιέτα
ενεστώτας plait
γ΄ ενικό ενεστώτα
αόριστος
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή

plait (en)