playright
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
playright | playrights |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
playright
- (νομικός όρος, παρωχημένο) το αποκλειστικό δικαίωμα ανεβάσματος ενός θεατρικού έργου
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- playright < ανορθογραφία
Ανορθογραφία[επεξεργασία]
playright
- λανθασμένη γραφή του playwright