playtime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
playtime playtimes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

playtime < play + time

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

playtime (en)

  1. (ΗΒ) το σχολικό διάλειμμα
    the kids have playtime - τα παιδιά έχουν διάλειμμα
     συνώνυμα: recess