pleurésie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pleurésie | pleurésies |
pleurésie (fr) θηλυκό
- η πλευρίτιδα, η πλευρίτης
ενικός | πληθυντικός |
pleurésie | pleurésies |
pleurésie (fr) θηλυκό