plissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plissement | plissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plissement (fr) αρσενικό
- η πτύχωση
ενικός | πληθυντικός |
plissement | plissements |
plissement (fr) αρσενικό