plunger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plunger plungers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plunger < plunge + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

plunger (en)

  • η βεντούζα, εργαλείο για απόφραξη υδραυλικών εγκαταστάσεων
    I am unclogging the sink with a plunger.
    Ξεβουλώνω το νεροχύτης με βεντούζα.

Πηγές[επεξεργασία]