polissage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
polissage | polissages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
polissage (fr) αρσενικό
- το γυάλισμα
ενικός | πληθυντικός |
polissage | polissages |
polissage (fr) αρσενικό