polyarchie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
polyarchie polyarchies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

polyarchie (fr) θηλυκό