polymorphisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
polymorphisme | polymorphismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
polymorphisme (fr) αρσενικό
- (χημεία) η πολυμορφική ένωση
ενικός | πληθυντικός |
polymorphisme | polymorphismes |
polymorphisme (fr) αρσενικό