populo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
populo | populos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
populo (fr) αρσενικό
- η φτωχολογιά, ο όχλος
ενικός | πληθυντικός |
populo | populos |
populo (fr) αρσενικό