porcelet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
porcelet | porcelets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porcelet (fr) αρσενικό
- το χοιρίδιο, το γουρουνάκι
ενικός | πληθυντικός |
porcelet | porcelets |
porcelet (fr) αρσενικό