porte-bagage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔʁ.tba.ɡaʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
porte-bagage | porte-bagages |
porte-bagage (fr) αρσενικό
- η σχάρα ενός ποδηλάτου, αυτοκινήτου, κλπ.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Συνήθως, γράφεται porte-bagages.